- γεντιανῆς
- γεντιανήgentianfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… … Dictionary of Greek
γεντιανίδες — Οικογένεια φυτών της τάξης των γεντιανιωδών ή τρεψιανθών (δικοτυλήδονα), με πολυάριθμα γένη ποωδών φυτών, που είναι χαρακτηριστικά των θερμών κυρίως περιοχών. Έχουν αντίθετα φύλλα και άνθη με στεφάνη συμπέταλη, σωληνοειδή, χοανοειδή, μοναχικά ή… … Dictionary of Greek
πικρές ουσίες — Φάρμακα ή δρόγες φυτικής προέλευσης με πολύ πικρή και δυσάρεστη γεύση, γενικά παράγωγα ή ενώσεις αλκαλοειδών· χρησιμοποιούνται συνήθως ως στομαχικά ή ορεκτικά. Πολύ διαδομένες είναι οι πικρές ουσίες που προέρχονται από τη ρίζα της γεντιανής και… … Dictionary of Greek
στοματίτιδα, μυκητώδης — (Ιατρ.) Φλεγμονή του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας, που οφείλεται συνήθως στο μύκητα κάντιντα. Η μ.σ. συναντιέται συχνά στα νεογνά, όταν συντρέχουν ειδικές συνθήκες, όπως πτώση της αντίστασης του οργανισμού μετά από μια γενικότερη λοίμωξη … Dictionary of Greek